Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μέλανα δ

См. также в других словарях:

  • μελανά — μελανός black pigment neut nom/voc/acc pl μελανά̱ , μελανός black pigment fem nom/voc/acc dual μελανά̱ , μελανός black pigment fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέλανα — Μέλας black masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλανα — μέλας black neut nom/voc/acc pl μέλας black masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πέρα Μέλανα — Κοινότητα (κάτ., υψόμ. 260 μ.). Βρίσκεται στην πρώην επαρχία Κυνουρίας, του νομού Αρκαδίας …   Dictionary of Greek

  • μέλαν' — μέλανα , μέλας black neut nom/voc/acc pl μέλανα , μέλας black masc acc sg μέλανι , μέλας black masc/neut dat sg μέλανε , μέλας black masc/neut nom/voc/acc dual μέλανε , μελάνω grow black pres imperat act 2nd sg μέλανε , μελάνω grow black imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανάς — μελανά̱ς , μελανός black pigment fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέλαν' — Μέλανα , Μέλας black masc acc sg Μέλανι , Μέλας black masc dat sg Μέλανε , Μέλας black masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Очи чёрные — …   Википедия

  • ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… …   Dictionary of Greek

  • φόλυς — υος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. «φόλυες κύνες οἳ πυρροὶ ὄντες μέλανα στόματα εἶχον». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η οποία όμως προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, το ερμήνευμα τού Ησύχ. πρέπει να διορθωθεί σε: oἵ πυρροί… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»